Σπάρτη

Σπάρτη
I
Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης.
II
Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας και έδρα του ομώνυμου δήμου (16.322 κάτ.). Νέα σχετικά πόλη (άρχισε να χτίζεται το 1834) η σημερινή Σ. είναι χτισμένη στο βόρειο τμήμα του Ευρώτα, με κανονικό πολεοδομικό σχέδιο. Στο δήμο Σπάρτης υπάγονται διοικητικά οι κοινότητες: Αμυκλών (871 κάτ.), Αφισίου (600 κάτ.), Καλυβίων Σοχάς (374 κάτ.) και Κλαδά (393 κάτ.). Παρότι ο πληθυσμός της παραμένει στάσιμος, η Σ. συγκεντρώνει συνεχώς μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού πληθυσμού του νομού Λακωνίας, ο οποίος από 131.000 κατ. το 1951 μειώθηκε σε 119.000 το 1961, σε 96.000 το 1971 και 95.696 το 1991. Με την επικράτηση των δι’ αυτοκινήτου μεταφορών, η Σ., χάρη και στη γεωγραφική της θέση, έγινε το συγκοινωνιακό κέντρο του νομού Λακωνίας, μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η οδική σύνδεση με την Τρίπολη και την Καλαμάτα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η πόλη παρουσιάζει σημαντική τουριστική κίνηση: από αυτήν περνούν οι επισκέπτες του Μιστρά, της Μονεμβασίας, της Μάνης, του Ταΰγετου κλπ. Στην περιοχή της Σ., που τη διαρρέει ο Ευρώτας, είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εσπεριδοειδών και λαδιού του νομού Λακωνίας, και στην πόλη της Σ. γίνεται κυρίως η βιομηχανική εμπορική επεξεργασία τους. Έτσι στο δήμο Σ. είναι συγκεντρωμένο το τρίτο περίπου της συνολικής εργατικής απασχόλησης του νομού Λακωνίας, τόσο στη βιομηχανία και βιοτεχνία, όσο και στο εμπόριο. Η αρχαία Σ. κατέχει ιδιαίτερη θέση μέσα στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, όπου το όνομά της κυριαρχεί ως σύμβολο της πολεμικής ανδρείας, της λιτής και μονόπλευρης ζωής, της άκαμπτης πειθαρχίας και της απόλυτης υποταγής του ατόμου στους σκοπούς της πολιτείας. Την εποχή που η Αθήνα έδινε στον κόσμο ολοκληρωμένο το ιδεώδες του ελεύθερου ανθρώπου - πολίτη, η Σ. έπαιρνε οριστικά τη μορφή του κράτους - στρατοπέδου, αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο, χωρίς καμιά εξέλιξη στον πολιτικό της βίο, περιορισμένη σε παλιές μορφές κλειστής οικονομίας, εχθρική στις εκδηλώσεις του πνεύματος. Το ιδιόμορφο αυτό και μοναδικό μεταξύ όλων των αρχαίων ελληνικών πόλεων καθεστώς του σπαρτιατικού βίου διαμορφώθηκε στις αρχές του 5ου π.Χ. αι. ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων εσωτερικών αγώνων και εξωτερικών εξελίξεων.
Ιστορικό περίγραμμα. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ανθρώπινες εγκαταστάσεις υπήρχαν μεταξύ Πάρνωνα και Ταΰγετου -και πολύ κοντά στη Σπάρτη (Κουφόβουνο) από τη Νεολιθική Εποχή (6000-3000 π.Χ.). Τις διαδέχτηκαν ομαλά οι εγκαταστάσεις της εποχής του χαλκού. Στα προελληνικά φύλα των Πελασγών ήρθαν να προστεθούν οι Έλληνες φορείς του Μεσοελλαδικού πολιτισμού (1900-1600 π.Χ.), που εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Ευρώτα (Αμύκλαι) και ανάπτυξαν σχέσεις με την Αργολίδα και την Κρήτη.
Οι επόμενοι Υστεροελλαδικοί, ή Μυκηναϊκοί, χρόνοι (1600-1100 π.Χ.) άφησαν αφθονότερα τεκμήρια. Πλήθος συνοικισμών και νεκροταφείων σε ολόκληρη τη Λακωνία μαρτυρούν πυκνότητα πληθυσμού, πλούτο και δύναμη των κατοίκων. Ένα από τα ακμαιότερα κέντρα, αν όχι το σπουδαιότερο αυτών των χρόνων, ήταν η Σ., το βασίλειο του Μενέλαου, αν κρίνουμε από τη μαρτυρία του ομηρικού έπους και από τη σημασία που οι μύθοι της Ελένης και των Διοσκούρων διατήρησαν σε όλη τη μετέπειτα θρησκευτική ζωή του τόπου. Η ίδια η μυκηναϊκή Σπάρτη δεν έχει ακόμα εντοπιστεί- ίσως βρισκόταν κοντά στο Μενελάιο (Θεράπνη), στην ανατολική πλευρά του Ευρώτα, πάντως όχι στη θέση της Σπάρτης των ιστορικών χρόνων, η ιστορία της οποίας αρχίζει με τη δωρική εισβολή.
Από την ομάδα των Δωριέων, που με αρχηγό τον Ηρακλείδη Αριστόδημο εγκαταστάθηκε στην άνω κοιλάδα του Ευρώτα, τη Λακεδαίμονα, λίγο πριν το 1000 π.Χ., ένα μικρό τμήμα κράτησε τη θέση γύρω από το ύψωμα της μετέπειτα ακρόπολης της Σ. σχηματίζοντας τους τέσσερις συνοικισμούς ή κώμες της: Πιτάνη, Λίμναι, Μεσόα και Κυνόσουρα. Το τμήμα αυτό του δωρικού πληθυσμού ήταν αριθμητικά περιορισμένο (2000 πολεμιστές περίπου). Βρέθηκε απομονωμένο ανάμεσα σε ακμαίους και πυκνούς προδωρικούς συνοικισμούς και μπρος στον κίνδυνο να εξοντωθεί ή να αφομοιωθεί απ’ αυτούς - όπως συνέβη με τους Δωριείς άλλων περιοχών της Πελοποννήσου - συσπειρώθηκε και προσανατολίστηκε στο ιδεώδες μιας ολοκληρωμένης στρατιωτικής ζωής σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα. Οι Σπαρτιάτες κράτησαν τη φυλετική τους ενότητα μέσα σε συνθήκες ζωής στρατοπέδου και την απόσταση τους από τον ντόπιο πληθυσμό, τον οποίο υποχρέωσαν να καλλιεργεί τη γη και να τους τρέφει. Έτσι οι κίνδυνοι και οι ζωτικές ανάγκες των πρώτων χρόνων της δωρικής εγκατάστασης δημιούργησαν το πρώτο στοιχείο της σπαρτιατικής ιστορίας, τους είλωτες.
Η επέκταση του αρχικού χώρου της κυριαρχίας έγινε με αργό ρυθμό· η μικρή ομάδα των Σπαρτιατών, αναγκασμένη ήδη σε συνεχή επιτήρηση των ειλώτων, υποχρεώθηκε να έρθει σε φιλική συμφωνία με τους κατοίκους του παλιού μυκηναϊκού κέντρου των Αμυκλών, για να κατορθώσει μόλις στα μέσα του 8ου αι. να υποτάξει την πλούσια πεδιάδα του Έλους και την περιοχή του Ταΰγετου.
Η αύξηση του πληθυσμού που συνόδευε την περίοδο της ηρεμίας μετά το 800 π.Χ., όταν με την κατάκτηση της Σελλασίας και της Αιγύτιδας εξασφαλίστηκαν τα βόρεια σύνορα από τυχόν απειλή Αργείων και Αρκάδων, δημιούργησε δημογραφικό πρόβλημα στη Σ. Ο πλεονάζων πληθυσμός της ζητούσε διέξοδο. Η κατάκτηση των πλούσιων πεδιάδων της Μεσσήνης για δημιουργία νέων κλήρων γης φάνηκε τότε ως η προσφορότερη λύση. Ο A’ Μεσσηνιακός πόλεμος άρχισε το 743 π.Χ. και κράτησε 20 περίπου χρόνια. Μετά την ήττα των Μεσσηνΐων ένας ορισμένος αριθμός περιοίκων, Δωριέων δηλαδή που δεν ανήκαν στη μικρή ομάδα των κυριάρχων, αλλά, σε ελεύθερη ανάμειξη με τους προδωρικούς πληθυσμούς, ζούσαν σε πόλεις γύρω από τη Σ., εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα του άνω Πάμισου (Στενύκλαρος). Οι ντόπιοι ξέπεσαν στην τάξη των ειλώτων και αποτέλεσαν από τότε με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις τους συνεχή απειλή για τη Σ. Πλεονάζοντες περίοικοι εγκαταστάθηκαν επίσης σε περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας (Βελμινάτις, Θυρεάτις), ενώ οι συνωμοτήσαντες Παρθενίαι (νόθοι γιοι Σπαρτιατών) απομακρύνθηκαν με εύσχημο τρόπο στην κάτω Ιταλία, όπου γύρω στο 700 π.Χ. ίδρυσαν τη μοναδική μετά τη θήρα σπαρτιατική αποικία, τον Τάραντα.
Παράλληλα με την πολεμική δραστηριότητα και με βάση την κοινωνική κατάσταση που προέκυψε μετά τον A’ Μεσσηνιακό πόλεμο οργανώθηκαν συστηματικότερα και οι θεσμοί της σπαρτιατικής πολιτείας. Τα κύρια στοιχεία της αναφέρει η μεγάλη Ρήτρα, το παλιότερο κείμενο της ελληνικής ιστορίας, που αποδίνεται από τον Πλούταρχο στο Λυκούργο, τη μυθική αυτή μορφή της σπαρτιατικής ιστορίας. Φορείς του πολιτεύματος είναι: α) η διπλή βασιλεία, θεσμός που έχει τις καταβολές του στην πρώιμη ιστορία των βορειότερων δωρικών φύλων και διατηρήθηκε στη Σπάρτη ίσως από την ανάγκη να υπάρχει στρατιωτική ηγεσία (αρχηγέται) σε παράλληλο διμέτωπο αγώνα, εσωτερικό (είλωτες) και εξωτερικό (επεκτατικοί πόλεμοι)· β) η Γερουσία, 30μελές νομοθετικό σώμα με μέλη προερχόμενα από την τάξη των ευγενών· γ) η εκκλησία του δήμου, η Απέλλα, με τακτές συνελεύσεις και πραγματική εξουσία. Δεν αναφέρονται οι πέντε Έφοροι, άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο από τις πέντε κώμες της Σπάρτης (οι τέσσερις που αναφέραμε πιο πάνω μαζί με τις Αμύκλες), που είναι γνωστό ότι υπήρχαν από το 754 π.Χ. Οι βασιλιάδες, κατά το κείμενο της Ρήτρας, είναι μέλη της Γερουσίας και όχι αυτοτελείς φορείς του πολιτεύματος· αυτό σημαίνει περιορισμένη δύναμη της βασιλείας απέναντι σ’ ένα ισχυροποιημένο δήμο και ανταποκρίνεται καλύτερα στα ιστορικά δεδομένα του πρώιμου 7ου αι., όταν η τάξη των Σπαρτιατών αξίωσε νέους κλήρους γης και προσανατολίστηκε σε νέους κατακτητικούς πόλεμους.
Μετά την αποσόβηση της εσωτερικής κρίσης, που δημιούργησε η διαμάχη μεταξύ βασιλιάδων και δήμου και στην οποία έπαιξε ρόλο συμφιλιωτή ο Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος (676/3 π.Χ.), οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Αργολίδα, αλλά νικήθηκαν με βαρύτατες απώλειες στη μάχη των Υσιών (669 π.Χ.). Η ήττα ενθάρρυνε τους Μεσσηνίους να εξεγερθούν. Ο B’ Μεσσηνιακός πόλεμος διάρκεσε πάνω από 15 χρόνια όχι μόνον εξαιτίας του ηρωισμού των Μεσσηνίων και του αρχηγού τους Αριστομένη, αλλά λόγω συμμετοχής σ’ αυτόν Αρκάδων, Αργείων, Ηλείων, Σικυωνίων ως συμμάχων των Μεσσηνίων. Η απειλή κατά της σπαρτιακής υπεροχής ήταν σοβαρή· οι πολεμικές ελεγείες του Τυρταίου, του ποιητή του οποίου το όνομα είναι στενά δεμένο με τον πόλεμο αυτό, έφτασαν τότε σε έκκληση για την υπέρτατη θυσία. Οι Μεσσήνιοι τελικά υπόκυψαν και οι νικητές μοίρασαν σε 4500 κλήρους ολόκληρη τη Στενόκλαρο (αργότερα κατέλαβαν την Πύλο και τη Μεθώνη, όπου όμως εγκατάστησαν κοινότητες Περιοίκων). Όλοι οι Σπαρτιάτες πολίτες, 9000 τον αριθμό, έγιναν κάτοχοι κλήρων γης και ως «όμοιοι» πλέον, χωρίς δηλαδή ιδιαίτερη προνομιακή μεταχείριση της τάξης των ευγενών, συναποτέλεσαν το «δάμον» των Σπαρτιατών.
Η παραίτηση των ευγενών από τα περισσότερα προνόμια τους και η εξίσωση των πολιτών ήταν η σημαντικότερη πολιτειακή μεταβολή που ήρθε ως συνέπεια των κινδύνων και των διδαγμάτων του B’ Μεσσηνιακού πόλεμου. Δεν ήταν άλλωστε άσχετη με τη σύγχρονη μεταβολή της στρατιωτικής τους οργάνωσης, την υιοθέτηση δηλαδή της φάλαγγας και τη μεγαλύτερη χρησιμοποίηση των περιοίκων. Μετά τα μέσα του 7ου π.Χ. αι. καταργείται η αριστοκρατική τακτική του πόλεμου επάνω σε άρματα και όλοι αδιάκριτα οι οπλίτες υποτάσσονται στον ενιαίο σχηματισμό της φάλαγγας ως απλά μέλη ενός αδιάσπαστου συνόλου. Η νέα αυτή τακτική είχε ευρύτερες συνέπειες, γιατί καλλιέργησε προοδευτικά σε όλες τις εκδηλώσεις της ατομικής και της πολιτικής ζωής των Σπαρτιατών το πνεύμα της άκαμπτης πειθαρχίας και της υποταγής του ατόμου στο συμφέρον του συνόλου. Έτσι η εσωτερική σταθερότητα, μια εικόνα της οποίας δίνει το ποίημα του Τυρταίου Ευνομία, έγινε η βάση για τη στρατιωτική υπεροχή, την οικονομική άνοδο, την καλλιτεχνική άνθηση και τη γενική ευημερία που σημαδεύουν τη ζωή στη Σ. επί ένα και πλέον αιώνα, ως τα μέσα περίπου του 6ου π.Χ. αι. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, απ’ ό,τι ξέρουμε από τη μεταγενέστερη ιστορία της, η Σ. του 7ου π.Χ. και του πρώιμου 6ου αι. είναι ανοιχτή σε κάθε είδους πνευματικές επιδράσεις, είναι σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο και έρχεται ενεργά και γόνιμα σε επαφή με όλο τον έξω κόσμο. Προϊόντα των λακωνικών εργαστηρίων - πήλινα και χάλκινα αγγεία και αγαλμάτια - που βρέθηκαν στη Ρόδο και στη Σάμο, στα παράλια και στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, στα παράλια της Β. Αφρικής, στην Ιταλία, στη Σικελία και στη Γαλλία, έργα τέχνης που κοσμούσαν τα σπαρτιατικά ιερά από ύλες που είχαν εισαχθεί από την Ανατολή, τη Βαλική, την Αίγυπτο (ελεφαντοστό, χρυσός, ήλεκτρο, σκαραβαίοι), μαρτυρούν εντατική οικονομική και εμπορική δραστηριότητα. Λακεδαιμόνιοι κράτησαν επί χρόνια την πρώτη θέση στους καταλόγους των ολυμπιονικών και οι σχέσεις με τους Δελφούς σφράγισαν την ποίηση του Τυρταίου και τη Λυκούργειο νομοθεσία. Ξένοι ποιητές, όπως ο Λέσβιος Τέρπανδρος, ο Λυδός Αλκμάν, ο Κρης Θαλήτας, ο Αθηναίος Θέογνης και ο Στησίχορος από την Ιμέρα της Σικελίας, αναμείχθηκαν ενεργά στη δημόσια ζωή της πόλης και έγιναν περιζήτητοι, ενώ ο Σάμιος Θεόδωρος και ο Βαθυκλής από τη Μαγνησία μεταφύτευσαν τις μορφές της ιωνικής τέχνης στα αξιόλογα κτίσματα που κατασκεύασαν μέσα στην καρδιά του δωρικού κόσμου.
Μετά το τέλος του B’ Μεσσηνιακού πόλεμου και ως το 550 π.Χ. οι πολεμικές επιχειρήσεις της Σ. στράφηκαν εναντίον της Τεγέας και του Άργους, στην πρώτη περίπτωση για εξουδετέρωση του κρησφύγετου Μεσσηνίων φυγάδων και στις δύο περιπτώσεις για εξασφάλιση των συνόρων και επέκταση του χώρου εγκατάστασης περιοίκων ας βάρος των βόρειων και ανατολικών εχθρικών γειτόνων. Απόσπασαν από τους Αργείους, τα Κύθηρα, την Κυνουρία και τη Θυρεάτιδα· μετά την πρώτη αμφίβολη έκβαση του πόλεμου (μάχη τριακοσίων λογάδων) οι Αργείοι ηττήθηκαν κατά κράτος στη νέα αναμέτρηση του 547 π.Χ. Στην Τεγέα οι Σπαρτιάτες έπαθαν πανωλεθρία και υποχρεώθηκαν ως αιχμάλωτοι να δουλεύουν δέσμιοι στα κτήματα των νικητών. Όταν μετά το 560 π.Χ. κατόρθωσαν να επιβληθούν, προτίμησαν, αντί να προσαρτήσουν τη χώρα, να συνάψουν με τους Τεγεάτες συνθήκη συμμαχίας που διατηρήθηκε σε ισχύ για εκατό περίπου χρόνια.
Το γεγονός αυτό, που σημειώνει το τέλος της περιόδου των επεκτατικών πόλεμων και αποτελεί στροφή στην εξωτερική πολιτική της Σπάρτης, είναι σύμπτωμα σοβαρών μεταβολών στην όλη λειτουργία της πολιτείας, των οποίων συνισταμένη είναι η αύξηση της δύναμης των εφόρων. Νικηφόροι πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την εξύψωση του γοήτρου της βασιλείας και κάτω απ’ αυτό το πρίσμα δεν ευνοήθηκαν από τους εφόρους, αφού μάλιστα υπήρχε πλέον επάρκεια κλήρων γης.
Η εφορεία από τα μέσα του 6ου αι. συγκεντρώνει πολιτική, θρησκευτική, αστυνομική και δικαστική δύναμη, ελέγχει τους βασιλιάδες, τους περιοίκους, τους είλωτες, την αγωγή των νέων, γενικά γίνεται κύριος ρυθμιστικός παράγοντας του συνόλου της σπαρτιατικής ζωής. Η μεταβολή συνδέεται με την παρουσία στην αρχή μιας εξαιρετικά ισχυρής προσωπικότητας, του Χίλωνα (ή Χείλωνα), που διατέλεσε έφορος μεταξύ των ετών 556-553 π.Χ. Στο Χίλωνα αποδίνονται γεγονότα, τα οποία αποτέλεσαν κατευθυντήριες γραμμές όλης της μετέπειτα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, όπως η πίεση που ασκήθηκε στο βασιλιά Αναξανδρίδα να χωρίσει την άτεκνη σύζυγό του (αρχή σειράς πράξεων των εφόρων μειωτικών του κύρους της βασιλείας), η ανατροπή του τυράννου της Σικυώνας Αισχύνη (αφετηρία της αντιτυραννικής πολιτικής), η συνθήκη συμμαχίας με την Τεγέα (αφετηρία επίσης σειράς συνθηκών, που οδήγησαν στο σχηματισμό της Πελοποννησιακής Συμμαχίας), η φιλαχαϊκή διπλωματία, που με περιστατικά, όπως η μεταφορά στη Σπάρτη των οστών του Ορέστη και του Τισαμενού ή η προβολή των βασιλιάδων της ως διαδόχων του Αγαμέμνονα, απόβλεπε στο να κερδιθεί η αναγνώριση της σπαρτιατικής κυριαρχίας από τους μη δωρικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου.
Με την κατάκτηση της Θυρεάτιδας οι Σπαρτιάτες έλεγχαν τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου. Από τότε περιορίστηκαν στη διατήρηση των κεκτημένων, δηλαδή στη δια της πειθούς ή δια της βίας επιβολή της κυριαρχίας τους μέσα στα όρια της Πελοποννήσου. Υπερπόντιες εκστρατείες και στρατιωτικές επεμβάσεις δεν επιχειρήθηκαν ως τα μηδικά, παρά μόνο για περιπτώσεις ανατροπής τυράννων. Η Σπάρτη έφτασε έτσι σταδιακά στον απομονωτισμό, που χαρακτηρίζει την ιστορία της από τον 5o π.Χ. αι. και εξής. Η συνεχής απειλή των ειλώτων και των Μεσσηνίων και η ανάγκη να διατηρούνται απέναντι τους οι σπαρτιατικές δυνάμεις αδιάσπαστες και σε συνεχή ετοιμότητα ήταν από τις κυριότερες αιτίες της αποκοπής της Σπάρτης από τον έξω κόσμο, όπως απόδειξαν τα μετέπειτα γεγονότα. Έτσι και η ζωή μέσα στην πόλη προσανατολίστηκε ολοκληρωτικά στο στρατιωτικό ιδεώδες. Η λεγόμενη λυκούργειος νομοθεσία, ως κωδικοποίηση των αυστηρότερων θεσμών του σπαρτιατικού βίου, είναι πιθανότατα δημιούργημα των προβλημάτων των μέσων του 6ου αι. και έργο του εφόρου Χίλωνα.
Μέσα στα πλαίσια των νέων αυτών προσανατολισμών σχηματίστηκε πριν από το τέλος του 6ου π.Χ. αι. η Πελοποννησιακή συμμαχία, που με τίτλο «οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι» συγκέντρωσε σταδιακά κάτω από την ηγεσία της Σ. τις δυνάμεις των πόλεων της Πελοποννήσου (εκτός του Άργους και της Ήλιδας), των Μεγάρων και της Αιγίνης, σε τρόπο που να αποβεί η σπουδαιότερη αξιόμαχη δύναμη του ελληνικού κόσμου στις παραμονές των μηδικών πόλεμων.
Το 545 π.Χ. ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος σύναψε συμμαχία με τη Σ., δεν έφτασε όμως τελικά ποτέ σ’ αυτόν η βοήθεια που ζήτησε εναντίον της περσικής απειλής - προφανώς από αντίδραση των εφόρων, όπως έγινε αργότερα και με την Ιωνική επανάσταση (499 π.Χ. πρεσβεία Αρισταγόρα στη Σπάρτη). Το 524 π.Χ. στα πλαίσια της αντιτυραννικής πολιτικής επιχειρήθηκε εκστρατεία κατά του Πολυκράτη της Σάμου, η οποία απότυχε όπως και εκείνη του 510 π.Χ. με το βασιλιά Κλεομένη A’ πρώτα εναντίον και ύστερα υπέρ του Αθηναίου Ιππία.
Ο Κλεομένης, σπουδαία ηγετική φυσιογνωμία, προσπάθησε να ανορθώσει το κύρος της βασιλείας και ανάπτυξε επεκτατική πολιτική με προοπτική πανελλήνιας ηγεμονίας της Σ. Πέτυχε λαμπρή νίκη στον πόλεμο εναντίον των Αργείων, η ατυχής όμως ανάμειξη στα πράγματα της αθηναϊκής πολιτείας απείλησε να διασπάσει την ενότητα της Πελοποννησιακής συμμαχίας και δημιούργησε πολιτική κρίση μέσα στη Σ., από την οποία βγήκε και πάλι κερδισμένη σε δύναμη η εφορεία. Η διαμάχη με τον άλλο βασιλιά, το Δημάρατο, στην υπόθεση της εκστρατείας για την τιμωρία της «μηδισάσης» Αιγίνης κατάληξε σε εξορία και των δύο. Ο Δημάρατος κατάφυγε στους Πέρσες και ο Κλεομένης στην Αρκαδία, όπου υποκίνησε το Κοινό των Αρκάδων σε πόλεμο εναντίον των συμπατριωτών του. Ανακλήθηκε στη Σπάρτη και εξοντώθηκε από τους εφόρους. Ο αδελφός του Δωριεύς απομακρύνθηκε σε άτυχη αποικιακή αποστολή στη Λιβύη και στη δυτική Σικελία όπου και πέθανε.
Η διάσταση των αρχών της πολιτείας στα πρώτα χρόνια του 5ου π.Χ. αι. έδωσε σε Μεσσήνιους και είλωτες ευκαιρία για εξέγερση. Η πρόσκαιρη εξασθένηση από τις αναστατώσεις αυτές έγινε ασφαλώς η αιτία για την απουσία της σπαρτιατικής δύναμης από το πεδίο της μάχης του Μαραθώνα. Αντίθετα η σταθερότητα της δεκαετίας 490-480 π.Χ. και η σωστή εκτίμηση του περσικού κίνδυνου οδήγησαν τη Σ. να αναλάβει μαζί με την Αθήνα τη συναρχηγία των Ελλήνων στον αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας. Η Σ. πήρε την πρωτοβουλία του πανελλήνιου συνεδρίου της Κορίνθου (φθινόπωρο 481 π.Χ.) και ανάλαβε την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς. Η θυσία του Λεωνίδα και των τριακοσίων οπλιτών του στις Θερμοπύλες εξασφάλισε ύψιστη δόξα και ηθική αίγλη στην πόλη· έμεινε στην ιστορία ως αντάξια του υπερήφανου ήθους των αντρών της και ως αιώνιο παράδειγμα πατριωτισμού και ανδρείας. Η συντριβή εξάλλου της περσικής στρατιάς στις Πλαταιές ήταν ουσιαστικά κατόρθωμα της πειθαρχίας και της αυτοθυσίας των Σπαρτιατών και της στρατηγικής ικανότητας του αρχιστράτηγου βασιλιά της Παυσανία. Και η τελευταία μεγάλη αναμέτρηση, η μάχη στη Μυκάλη, με αρχηγό του στόλου το βασιλιά Λεωτυχίδη, επικύρωσε τη θέση της Σπάρτης ως προμάχου του ελληνισμού.
Από τη θέση αυτή όμως έσπευσαν να αποσυρθούν οι Σπαρτιάτες με το τέλος του εθνικού αμυντικού πόλεμου. Αρνήθηκαν να αναλάβουν την προστασία των ελληνικών πόλεων στη Μ. Ασία και πρότειναν τη μετανάστευση του πληθυσμού τους στην Ελλάδα. Αντίθετα από την Αθήνα, η Σπάρτη παραιτήθηκε αμέσως μετά τα Μηδικά από το ρόλο της διεθνούς δύναμης. Δεν είχε την πολιτική διορατικότητα γι’ αυτόν, που άλλωστε ήταν κάτι ξένο προς το πνεύμα των θεσμών της. Περιορίστηκε να ενισχύσει τη θέση της στην Πελοπόννησο και στην Κεντρική Ελλάδα και επέστρεψε στην απομόνωση και στις εσωτερικές της αδυναμίες. Οι έφοροι, η κατεξοχήν συντηρητική αρχή της πολιτείας, δε δίστασαν να εξοντώσουν τους βασιλιάδες νικητές των Πλαταιών και της Μυκάλης, που ευνοούσαν μια ευρύτερη πολιτική, όπως παλιότερα τον Κλεομένη. Ο Λεωτυχίδης, μετά την αποτυχία της εκστρατείας κατά των μηδισάντων Αλευαδών της Λάρισας (477 π.Χ.), κατηγορήθηκε για δωροδοκία και εξορίστηκε. Τραγικότερο τέλος περίμενε τον Παυσανία- η σκηνοθετημένη κατηγορία για προδοσία εκείνου που είχε σώσει την Ελλάδα από τον περσικό κίνδυνο, η παρωδία της δίκης του και η θανάτωση του είχαν σκοπό όχι μόνο την εξόντωση ενός επικίνδυνου αντίπαλου με πανελλήνια φήμη, αλλά και τον κατεξευτελισμό του θεσμού της βασιλείας και την ενίσχυση της εφορείας ως του μόνου εγγυητή των σπαρτιατικών συμφερόντων. Την περιοριστική πολιτική των εφόρων μετά τα Μηδικά δικαιώνουν σε μεγάλο μέρος γεγονότα όπως το κίνημα ορισμένων πελοποννησιακών πόλεων να απαλλαγούν από τη σπαρτιατική κηδεμονία ήδη το 470 π.Χ. και η κρίση μετά τον τρομερό σεισμό του 464 π.Χ. Από το φοβερό πλήγμα, που δέχτηκε ο σπαρτιατικός πληθυσμός με το θάνατο χιλιάδων ατόμων, μεταξύ των οποίων ήταν όλοι οι έφηβοι ενός Γυμνασίου, έσπευσαν να επωφεληθούν οι Μεσσήνιοι περίοικοι και είλωτες, που επαναστάτησαν ταυτόχρονα με την εξέγερση των ειλώτων μέσα στην πόλη της Σ. Είναι φανερό ότι πραγματικά η αριστοκρατική ολιγαρχία των Σπαρτιατών ζούσε επάνω σε ένα ηφαίστειο. Η πόλη σώθηκε χάρη στην πειθαρχία των πολιτών της, η οποία από τότε γίνεται εντονότερη. Εφαρμόζεται συστηματική επιτήρηση των ειλώτων και η επονείδιστη κρυπτεία, αποκορυφώνεται η αυστηρότητα του βίου και το μιλιταριστικό πνεύμα, οριστικοποιείται η απαγόρευση κυκλοφορίας χρυσών και αργυρών νομισμάτων, απομακρύνεται κάθε ξένος από την πόλη (ξενηλασία), επικρατεί δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. Το κλίμα αυτό δικαιολογεί γιατί δε χρησιμοποιήθηκε η βοήθεια που έστειλε η Αθήνα για την κατάληψη του φρουρίου της Ιθώμης. Ο Κίμων επέστρεψε άπρακτος (462 π.Χ.) και οι Αθηναίοι, προσβλημένοι, ανάλαβαν κάτω από την προστασία τους δύο χρόνια αργότερα τους φυγάδες Μεσσηνίους, τους οποίους εγκατάστησαν στη Ναύπακτο. Αυτό ήταν η αρχή των αντιθέσεων των δύο πόλεων, που οδήγησε στον τραγικό διχασμό του ελληνικού κόσμου.
Το 456 π.Χ. στην Τανάγρα οι Σπαρτιάτες ήρθαν για πρώτη φορά σε αναμέτρηση με τους Αθηναίους στο πεδίο της μάχης και νίκησαν. Η συνθήκη τριακονταετούς ειρήνης του 445 π.Χ. ανέστειλε προσωρινά την έναρξη του πόλεμου, που ξέσπασε τελικά το 431 π.Χ. Επί είκοσι εφτά χρόνια κρατήθηκαν σε αλληλοσπαραγμό οι ελληνικές πόλεις, αδύναμες να ξεπεράσουν τη δίνη της κοντόφθαλμης πολιτικής των τοπικιστικών βλέψεων. Οι ιμπεριαλιστικές τάσεις από την πλευρά της Σπάρτης στον Πελοποννησιακό πόλεμο κατευθύνθηκαν, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, από τους εφόρους, οι οποίοι έφτασαν σε άρνηση των ίδιων τους των αρχών από αντίδραση αρχικά στον ειρηνόφιλο βασιλιά Αρχίδαμο η δημοτικότητα του οποίου μετά την καταστολή του κινήματος των ειλώτων δημιούργησε κινδύνους γι’ αυτούς. Στη συνέχεια παρασύρθηκαν και οι ίδιοι από τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν τη γενικότερη παρακμή του πολιτικού θεσμού που λέγεται «πόλη-κράτος».
Η νίκη μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο έφερε τη Σ. σε θέση για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένη. Η ηγεμονία της, που ήταν απροκάλυπτος πια επιθετικός ιμπεριαλισμός, κράτησε είκοσι τρία χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα, στο ζενίθ της δύναμης της, ηγήθηκε του αγώνα της ανεξαρτησίας των ιωνικών πόλεων (Θίβρων, Δερκυλλίδας, Αγησίλαος 399-395 π.Χ.), δε δίστασε όμως, μετά τις επιχειρήσεις του Κορινθιακού πόλεμου (394-387 π.Χ.), να προδώσει τους Ίωνες και να παραδώσει στους Πέρσες αυτή η ίδια τελικά, με την Ανταλκίδειο ειρήνη, τη διαιτησία για τις υποθέσεις του αλληλοσπαρασσόμενου ελληνισμού.
Το 379 π.Χ. η Σ. ήταν ισχυρότερη παρά ποτέ. Στο Συμβούλιο των Συμμάχων είχε το «βέτο» και στις περισσότερες πόλεις είχε εγκαταστήσει φιλοσπαρτιατικά ολιγαρχικά πολιτεύματα. Στην Πελοπόννησο η παλιά αντίπαλος, το Άργος, είχε απομονωθεί. Στην κεντρική Ελλάδα υπήρχαν σπαρτιατικές φρουρές στις Πλαταιές, στις Θήβες και στις Θεσπιές, ενώ βορειότερα οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες και οι Μολοσσοί ήταν σύμμαχοι. Στη θάλασσα δεν υπήρχαν αντίπαλοι και ο πανίσχυρος Διονύσιος των Συρακουσών ήταν φίλος. Ολόκληρο όμως αυτό το κράτος στηριζόταν μόνο στο φόβο και είχε σαθρές βάσεις. Με την κυνική πολιτική της ως «προμάχου της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στο όνομα του Μεγάλου Βασιλέως και της Ανταλκιδείου ειρήνης» η Σ. έχασε κάθε σεβασμό μεταξύ των Ελλήνων. Μέσα στις πόλεις τα ολιγαρχικά πολιτεύματα που υποστήριζε ήταν μισητή μειοψηφία. Η χρησιμοποίηση εξάλλου μεγάλου αριθμού μισθοφόρων της στις τάξεις του συμμαχικού στρατού ήταν δίκοπο μα-χαΐρι για την πολεμική της ετοιμότητα. Μέσα στην ίδια την πόλη τέλος ο περσικός χρυσός είχε ήδη διαμελίσει το παλιό σύστημα της αυστηρά λιτής ζωής, της αφιερωμένης στο συμφέρον του κράτους. Μεγάλωσε ο πλούτος (αν και συγκεντρωμένος σε χέρια όλο και πιο λίγων) και ο λαός διεφθάρη. Έτσι, όταν ο μέχρι τότε αήττητος στρατός της νικήθηκε από τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα (371 π.Χ.) η ηγεμονία κατάρρευσε ολοκληρωτικά. Η πόλη δεν ανάλαβε ποτέ πια· λεία στις εσωτερικές διαμάχες και στις «στάσεις» του λαού της, δεν έδρεψε από τότε παρά συνεχείς ήττες.
Τα επόμενα δέκα χρόνια η Σ. δέχτηκε τρεις εισβολές στα εδάφη της. Χάθηκε γι’ αυτήν η Μεσσηνία και οι κλήροι των ομοίων - οικονομική απώλεια με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις. Το 370 ιδρύθηκε η Μεγαλόπολις, πρωτεύουσα των Αρκάδων, φρουρός και απειλή στα νώτα της Σπάρτης, και η Μεσσήνη, πρωτεύουσα των ελεύθερων Μεσσηνίων. Το 338 ο Φίλιππος λεηλάτησε τη χώρα των Λακεδαιμονίων και απόδωσε πολλές ακραίες περιοχές της στους εχθρούς γείτονες (Τεγέα, Άργος). Πέντε χρόνια αργότερα ο Αντίπατρος κατάπνιξε μια απεγνωσμένη επανάσταση εναντίον των Μακεδόνων, όπως και ο Δημήτριος Πολιορκητής μία δεύτερη το 294 π.Χ. Η μόνη αναλαμπή σε όλη τη θλιβερή αυτή εποχή ήταν η εισβολή και η δεινή ήττα του Πύρρου το 272, έπειτα από ηρωική αντίσταση σύσσωμου του πληθυσμού. Το 244 οι Αιτωλοί λεηλάτησαν τη Λακωνία και πήραν φεύγοντας 5000 αιχμαλώτους. Τον ίδιο χρόνο ο νέος βασιλιάς Άγις Δ’ αναλάμβανε την τολμηρή του προσπάθεια για την κοινωνική μεταρρύθμιση, που θα έσωζε τη Σ. από την τελική καταστροφή. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο αριθμός των γνήσιων Σπαρτιατών είχε μειωθεί στους 700, επικρατούσε οικονομική δυσπραγία, γιατί οι περισσότερες κτηματικές περιουσίες ήταν υποθηκευμένες και η γη βρισκόταν στα χέρια των λίγων «κεφαλαιούχων», οι πολίτες ήταν βυθισμένοι στη νωθρότητα και αδιάφοροι για τα κοινά, δεν υπήρχε ίχνος από το παλιό πολεμικό πνεύμα και την πειθαρχία. Ο Άγις κήρυξε την απόσβεση των χρεών και τον αναδασμό της γης, την αύξηση του αριθμού των Σπαρτιατών με εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε ελεύθερους Λάκωνες πολίτες, την αναβίωση των συσσιτίων και της παλιάς λιτότητας. Προσέκρουσε σε ζωηρή αντίδραση των πλουσίων- συνασπισμένοι γύρω από το δεύτερο βασιλιά Λεωνίδα, τον κατηγόρησαν ότι με τις υποσχέσεις του αναδασμού απόβλεπε να εξαγοράσει το λαό και να γίνει τύραννος. Ο Άγις δολοφονήθηκε και η πρώτη μεταρρυθμιστική απόπειρα απότυχε.
Ο Κλεομένης Γ’ (237-222 π.Χ.) υιοθέτησε την ιδέα της κοινωνικής μεταρρύθμισης με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Στηριζόμενος στη δημοτικότητα, που είχε κερδίσει με τη νίκη στην Αρκαδία εναντίον των στρατευμάτων της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ενέργησε πραξικόπημα με θανάτωση των εφόρων και 80 οπαδών τους, ως στοιχείων αντιδραστικών στη σωτηρία της πόλης, και προέβη σε διαγραφή των χρεών και αναδασμό της γης σε 4000 κλήρους. Αύξησε τον αριθμό των πολιτών με εισδοχή περιοίκων και κάτω από την καθοδήγηση του δασκάλου του, του στωικού φιλόσοφου Σφαίρου, προχώρησε στην επαναφορά της λυκουργείου αγωγής και των συσσιτίων. Ήταν μία πραγματική κοινωνική επανάσταση και εξαιτίας της γενικής κατάπτωσης βρήκε πλατιά απήχηση στις λαϊκές τάξεις σε όλη την Ελλάδα. Ήταν όμως και αυτή καταδικασμένη. Προ των κινδύνων, που εγκυμονούσε για τα αστικά πολιτεύματα των πόλεων της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ο Άρατος ζήτησε τη βοήθεια του Αντίγονου Δώσωνα για να περιορίσει το κίνημα και να αναγκάσει τη Σ. να μπει στη Συμπολιτεία. Στη μάχη της Σελλασίας (222 π.Χ.) ο Κλεομένης νικήθηκε και οι Μακεδόνες επανέφεραν την πόλη στην παλιά κατάσταση της συνεχώς αυξανόμενης φθοράς.
Το 211 π.Χ. ο θεσμός της βασιλείας έφτασε στο άδοξο τέλος του. Έγινε τύραννος ένας μισθοφόρος από τον Τάραντα, ο Μαχανίδας, και ύστερα από αυτόν ο Νάβις (206-192 π.Χ.)· Η τυραννία του δεύτερου σημειώνεται με «κατάργηση των κοινωνικών τάξεων», δηλαδή απόσβεση των χρεών, αναδασμό της γης, κατάσχεση των περιουσιών των πλούσιων, απελευθέρωση των ειλώτων, κατάρτιση ισχυρού στρατού μισθοφόρων. Ήταν η τελευταία αμυδρή αναλαμπή της δύναμης της Σ. Το 195 π.Χ. νικήθηκε από τους Ρωμαίους, που ενεργούσαν σαν ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων, και προσχώρησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία όπου και έμεινε ως το 146 π.Χ.
Κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία 23 πόλεις περιοίκων αποσπάστηκαν και αυτόνομες αποτέλεσαν «το κοινόν των ελευθερολακώνων». Η ίδια η πόλη γνώρισε την ιδιαίτερη εύνοια του Αύγουστου και έζησε ειρηνικά και σε σχετική ακμή ως τα μέσα του 3ου μ.Χ. αι. με νοσταλγία του παλιού μεγαλείου και των «λυκουργείων ηθών». Οι Έρουλοι το 267 μ.Χ., οι Βησιγότθοι με τον Αλάριχο το 396 μ.Χ., οι Σλάβοι του 6ου μ.Χ. αι. της έδωσαν τα τελευταία πλήγματα. Στα βυζαντινά χρόνια ένας μικρός συνοικισμός με το όνομα Λακεδαιμόνια ήταν συγκεντρωμένος γύρω από την οχυρωμένη τότε ακρόπολη, όπου είχε χτιστεί η εκκλησία του Οσίου Νίκωνα. Από το 1249 κέντρο της περιοχής έγινε ο Μιστράς και εκεί μετοίκησαν οι κάτοικοι της παλιάς Σπάρτης. Το 1834 ετοιμάστηκε από τη βαυαρική αντιβασιλεία το πολεοδομικό σχέδιο της σύγχρονης Σ., που άρχισε να χτίζεται κοντά στην αρχαία και στην παλαιοχριστιανική πόλη και διαδέχτηκε το Μιστρά ως πρωτεύουσα της Λακωνίας.
Η σπαρτιατική κοινωνία. Οι θεσμοί, που κινούσαν το σπαρτιατικό δημόσιο και ιδιωτικό βίο, αποτελούν ένα από τα ελκυστικότερα και δυσκολότερα προβλήματα μέσα στη σπουδή της αρχαίας ιστορίας. Πήραν την οριστική τους σχεδόν μορφή γύρω στο 500 π.Χ. και έχουν σε γενικές γραμμές ως εξής:
Με το όνομα «Σπαρτιάται» φερόταν η αριστοκρατική τάξη των «ομοίων», επίγονων της πρώτης ομάδας των κατακτητών Δωριέων, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και κλήρους γης στην κοιλάδα του Ευρώτα και στη Μεσσηνία. Η ευρύτερη έννοια «Λακεδαιμόνιοι» περιλάμβανε εκτός από τους Σπαρτιάτες και την τάξη των περίοικων.
Οι περίοικοι ήταν Δωριείς εγκαταστημένοι σε «πόλεις» στις ορεινές περιοχές γύρω από τη Σ. και στα παράλια. Είχαν ορισμένο βαθμό αυτονομίας με προστάτες τους τούς Σπαρτιάτες βασιλιάδες και -ήταν δεσμευμένοι έναντι της Σ. με υποχρέωση να την ακολουθούν στους πολέμους της, στους οποίους και συμμετείχαν ως ισότιμοί της. (Στη μάχη των Πλαταιών π.χ. πήραν μέρος 5000 Σπαρτιάτες και 5000 περίοικοι). Ήταν κάτοχοι κλήρων γης και, επειδή οι Σπαρτιάτες έξω από τη φροντίδα για την πολεμική τους ετοιμότητα δεν ασκούσαν καμιά παραγωγική εργασία, το εμπόριο, η βιοτεχνία και γενικά οι τέχνες βρίσκονταν στη Λακωνία στα χέρια των περίοικων.
Η τρίτη τάξη, οι είλωτες, ήταν δούλοι (το όνομα παράγεται από τη ρίζα ελ = κυριεύω) και αποτελούσαν κρατική περιουσία. Αναπόσπαστα δεμένοι με τη γη, την οποία καλλιεργούσαν και από τα προϊόντα της οποίας παράδιναν ορισμένες πάντοτε ποσότητες στους κυρίους τους, δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Ακολουθούσαν στον πόλεμο σαν υπηρέτες των κυρίων τους και σαν ιδιαίτερο σώμα ελαφρά οπλισμένων (35 000 στις Πλαταιές) και στρατολογούνταν για τις θέσεις των ερετών στο στόλο. Η πολιτεία τους αντιμετώπιζε σαν αιχμάλωτους ενός συνεχιζόμενου πόλεμου- έτσι η δολοφονική εξολόθρευση τους («κρυπτεία») ήταν νόμιμη, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, όπως τυχόν εξέγερση ή υπερβολική αύξηση του αριθμού τους. Κατά τους νεώτερους υπολογισμούς οι είλωτες έφταναν τις 200.000 την εποχή (6ος,. αι.) που οι μάχιμοι Σπαρτιάτες ήταν 10.000.
Μια ενδιάμεση θέση μεταξύ πολιτών και μη ελεύθερων κατείχαν οι «υπομείονες». Ήταν περιορισμένη αριθμητικά τάξη, που δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στη δημόσια ζωή της Σπάρτης είτε λόγω μη γνήσιας σπαρτιατικής καταγωγής (επεύνακτοι, μόθακες, νεοδαμώδας) είτε λόγω μη οικονομικής δυνατότητας συμμετοχής στα συσσίτια είτε λόγω ατίμωσης για λιποταξία, αιχμαλωσία κλπ.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για να αποκτήσει και να διατηρήσει ένα άτομο την ιδιότητα του Σπαρτιάτη πολίτη ήταν να είναι αρτιμελής και υγιής γόνος Σπαρτιατών γονέων, να διανύσει τα στάδια της «αγωγής» και στη συνέχεια να γίνει μέλος και να μετέχει ενεργά στη δραστηριότητα ενός «συσσιτίου» («φιδίτιου») ή «συσκηνίας», δεκαπενταμελούς δηλαδή ομάδας πολιτών με οργάνωση στρατιωτικού χαρακτήρα. Το τελευταίο σήμαινε και δυνατότητα προσφοράς κατά μήνα ορισμένων ποσοτήτων από αλεύρι, κρασί, τυρί, σύκα και δέκα αιγινήτικων οβολών.
Από την ηλικία των εφτά ετών ο νεαρός Σπαρτιάτης βρισκόταν κάτω από τον άγρυπνο έλεγχο της πολιτείας υποβαλλόμενος σε μια «αγωγή» που μοναδικό σκοπό είχε τη δημιουργία πολεμιστών σε διαρκή ετοιμότητα για τη θυσία υπέρ της πατρίδας. Μέχρι είκοσι χρόνων ο νέος περνούσε τρία στάδια αγωγής. Μεταξύ οχτώ και έντεκα ονομαζόταν ρωβίδας, προμικι-ζόμενος, μικιζόμενος, πρόπαις· μεταξύ δώδεκα και δεκαπέντε πρατοπάμπαις, ατροπάμπαις, μελλείρην· μεταξύ δεκαέξι και είκοσι είρην και πωτείρας. Χωρίζονταν σε «βούες» ή «αγέλες», με εκπαίδευση ανάλογη των σχολικών τάξεων και σε «ίλες» με ασκήσεις και πειθαρχία κατά τον τρόπο των στρατιωτικών ομάδων. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια προτεραιότητα είχε η σωματική άσκηση, η εκμάθηση της τεχνικής του πόλεμου, η καλλιέργεια αρχών όπως η ανδρεία, η τόλμη, η μαχητικότητα, η σταθερότητα, η καρτερία στους πόνους, η πειθαρχία, η τυφλή υπακοή στο νόμο. Με ελαφρά ενδύματα και ανυπόδητοι, με ελάχιστη τροφή ώστε να αναγκάζονται να κλέβουν και στη συνέχεια να μαθαίνουν να κρύβονται για να μη τιμωρηθούν, κοιμούνταν σε στρώμα από καλάμια, εκτελούσαν επίπονες αποστολές, περιπολούσαν τη νύχτα και σκότωναν τους είλωτες για να εθιστούν στο φόνο των εχθρών. Έπαιρναν μέρος σε αθλητικούς αγώνες με τους συνομήλικούς τους («Γυμνοπαιδιαί»), σε απομιμήσεις μαχών, σε διαγωνισμό αντοχής στη μαστίγωση, όπου συνέβαινε συχνά και να πεθαίνουν παρά να χάσουν τη νίκη («διαμαστίγωσις» στο βωμό της Άρτεμης Ορθίας, «βωμονίκαι»). Δεδομένου ότι η σπαρτιατική πολιτεία δεν ενδιαφερόταν για τη δημιουργία ατόμων με ελεύθερη προσωπική κρίση, αλλά για τη δημιουργία ενός ενιαίου τύπου πολίτη με ομοιόμορφη σκέψη, η πνευματική αγωγή περιοριζόταν σε εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης, σε αποστήθιση ποιημάτων με πατριωτικό περιεχόμενο, σε ασκήσεις ακριβολογίας και βραχυλογίας («λακωνίζειν»). Από τις τέχνες οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες καλλιέργησαν μέχρις ορισμένου βαθμού τη χορική ποίηση και τη μουσική.
Στα «συσσίτια» τα μέλη της ομάδας ζούσαν μαζί μέρα - νύχτα («συσκηνία»). Οι έγγαμοι κάτω των τριάντα ετών πήγαιναν στα σπίτια τους κρυφά και για λίγη ώρα· μόνο μετά τα τριάντα μπορούσαν να διανυκτερεύσουν έξω από τα «ανδρεία». Ο βίος ήταν συλλογικός και η έννοια της οικογένειας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη· είχε και αυτή υποκατασταθεί από την πολιτεία και τους σκοπούς της.
Η ανατροφή των παιδιών ήταν στα χέρια των μητέρων μόνο ως την ηλικία των εφτά ετών. Η ίδια η ζωή των Σπαρτιατισσών ήταν απόλυτα ταγμένη στη δημιουργία υγιών και ρωμαλέων πολιτών. Σκληραγωγούνταν και γυμνάζονταν δημόσια, τρέχοντας, παλεύοντας, ρίχνοντας δίσκο και ακόντιο γυμνές όπως οι νεαροί Σπαρτιάτες. Τα ήθη αυτά, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για κοινοκτημοσύνη των γυναικών και ελευθερία των εξωσυζυγικών σχέσεων, σε εποχές μάλιστα που το δημογραφικό πρόβλημα της Σπάρτης έφτανε σε οξύτητα και τίποτε δεν ενδιέφερε περισσότερο από την αύξηση του αριθμού των Σπαρτιατών πολιτών, κατέπλησσαν τους άλλους Έλληνες και προκαλούσαν δυσμενή σχόλια. Παρόλα αυτά ουδέποτε αμφισβητήθηκε, αντίθετα έγινε παροιμιώδης, ο γενναίος χαρακτήρας και το ρωμαλέο πατριωτικό φρόνημα των γυναικών της Σπάρτης, συζύγων και μητέρων ηρώων πολεμιστών. Στα χρόνια εξάλλου της παρακμής, όταν είχε μειωθεί αισθητά ο αριθμός των αντρών και τα δύο πέμπτα του πλούτου της χώρας βρίσκονταν στα χέρια των γυναικών, οι Σπαρτιάτισσες έπαιξαν αποφασιστικό ενεργό ρόλο στα δημόσια πράγματα.
Το πολίτευμα της Σπάρτης, όπως φάνηκε και από την ιστορική επισκόπηση, ήταν ένα κράμα από αριστοκρατικά και δημοκρατικά στοιχεία. Μεταξύ των αρχών της πολιτείας είχαν από παράδοση την πρώτη θέση οι δύο βασιλιάδες (δυαρχία). Ήταν ιερά πρόσωπα, διάδοχοι των δίδυμων Διόσκουρων, γεγονός όμως που δεν εμπόδισε την πολιτεία να τους επιφυλάσσει οικτρό τέλος, κάθε φορά που έκρινε ότι το απαιτούσαν οι νόμοι για το συμφέρον του λαού. Απολάμβαναν εξαιρετικών τιμών και ζούσαν με έξοδα του κράτους. Είχαν εισοδήματα από τις πόλεις των περίοικων, οικειοποιούνταν ένα μέρος από τα λάφυρα του πόλεμου, είχαν μερίδιο από τις δημόσιες θυσίες και διπλή μερίδα στα συσσίτια, πιθανώς εισέπρατταν και ένα είδος εισφοράς των πολιτών. Ασκούσαν ανώτατα ιερατικά καθήκοντα ως ιερείς του Δία Λακεδαιμόνιου και του Δία Ουράνιου, πρόσφεραν θυσίες και ζητούσαν χρησμούς για λογαριασμό της πόλης. Ως αρχηγοί των πολεμικών δυνάμεων είχαν αρχικά το δικαίωμα κήρυξης του πόλεμου και την πραγματική ηγεσία του στρατού στις εκστρατείες, εξουσίες που από την αρχή του 5ου π.Χ. αι. πέρασαν στα χέρια των εφόρων. Δύο έφοροι ακολουθούσαν στην εκστρατεία και επιτηρούσαν τον αρχιστράτηγο βασιλιά. Ανάλογη μείωση σημειώθηκε και στα δικαστικά τους καθήκοντα, που περιορίστηκαν τελικά στις αποφάσεις για τους γάμους των επίκληρων. Στη διοίκηση μετείχαν ως μέλη της γερουσίας. Κάθε εννιά χρόνια ζητούσαν χρησμό για την παράταση της βασιλείας τους και κάθε μήνα ορκίζονταν στους εφόρους ότι θα τηρούσαν τους νόμους της πόλης.
Οι πέντε έφοροι ήταν η ανώτατη αρχή βάσει του συνταγματικού δικαιώματος των αιρετών εκπρόσωπων του συνόλου των πολιτών. Σταδιακά πήραν το χρίσμα των μόνων εγγυητών της έννομης τάξης μέσα σε μια πολιτεία, όπου ο νόμος ήταν δεσπότης και όλοι, άρχοντες και πολίτες, ίσοι ενώπιον του. Μεταξύ τους προέδρευε ο επώνυμος έφορος και αποφάσιζαν δια πλειοψηφίας. Είχαν αστυνομική εξουσία και επόπτευαν την τήρηση των νόμων, τη λειτουργία της διοίκησης, τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, τη συμπεριφορά των πολιτών, των περίοικων και των ειλώτων, την «αγωγή» των νέων. Επέβαλλαν φόρους και σε συνδυασμό με τη γερουσία αποτελούσαν την ανώτατη δικαστική εξουσία. Συγκαλούσαν τη γερουσία και την απέλλα, ασκούσαν αστρομαντεία για δημόσια προβλήματα και είχαν στη δικαιοδοσία τους την εξωτερική πολιτική. Γενικά το μόνο περιορισμό στην εξουσία τους έθετε το γεγονός ότι ήταν αιρετοί και η θητεία τους ετήσια μόνο.
Η γερουσία ήταν η αριστοκρατική βουλή με τα μέλη της ευγενείς άνω των 60 ετών, περιλάμβανε 28 αιρετά ισόβια μέλη και τους δύο βασιλείς, είχε νομοθετική εξουσία ως προβουλευτικό σώμα και δικαστική για περιπτώσεις που συνεπάγονταν την ποινή θανάτου, εξορίας, στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων.
Η Εκκλησία του Δήμου, η «απέλλα», όπου μετείχαν όλοι οι Σπαρτιάτες πολίτες άνω των 30 ετών, ήταν θεωρητικά το κυρίαρχο σώμα, που ενέκρινε τους νόμους και τις αποφάσεις των αρχών σε θέματα ειρήνης, πόλεμου, εκλογής αρχόντων κλπ., χωρίς όμως δικαίωμα τροπολογιών. Στην πραγματικότητα η εξουσία της ήταν σκιώδης και η ψήφος του λαού κατευθυνόταν κάθε φορά σύμφωνα με τις αποφάσεις των εφόρων.
Τη σταθερότητα του κοινωνικού και πολιτικού αυτού καθεστώτος η Σ. στήριξε κατά πρώτο λόγο στην απόλυτη πειθαρχία των πολιτών της και κατά δεύτερο στο σύστημα της κλειστής οικονομίας της, πράγμα όμως που κατά τραγική ειρωνεία αποτέλεσε τη βασική της αδυναμία και την αιτία της κατάρρευσής της. Μετά το 540-520 π.Χ., οπότε έπαψε ουσιαστικά η εξαγωγή και στη συνέχεια η ίδια η παραγωγή των ειδών της λακωνικής βιοτεχνίας και νεκρώθηκε κάθε εμπορική επαφή με τον έξω κόσμο, η οικονομία της Σ. έμεινε αποκλειστικά αγροτική. Οι κλήροι της γης, που στην πραγματικότητα ανήκαν στο κράτος, όπως και οι είλωτες που τους καλλιεργούσαν, και μόνο την επικαρπία τους είχε ο πολίτης, ήταν σε θέση να θρέψουν τους Σπαρτιάτες και τις οικογένειές τους χωρίς επιπλοκές μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά την πρώτη ισόμοιρη διανομή τους. Με την πάροδο του χρόνου όμως, εξαιτίας ενός εξαιρετικά περίπλοκου συστήματος κληρονομιάς, δεν άργησαν είτε να διαιρεθούν και στη συνέχεια να εξανεμιστούν πολλοί κλήροι πολύτεκνων οικογενειών είτε να υποθηκευτούν κτήματα λόγω χρεών, είτε από γάμους επίκληρων θυγατέρων, από κληρονομιές πλάγιων συγγενών κλπ. να συγκεντρωθούν τελικά οι περιουσίες σε χέρια λίγων, με αποτέλεσμα τα πράγματα να φτάσουν στο οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο του 3ου αι. π.Χ. Στενά συσχετισμένη με το αιώνια άλυτο αυτό αγροτικό πρόβλημα ήταν η αρνητική στάση της Σ. έναντι της ιδέας της νομισματικής οικονομίας. Τα πρώτα νομίσματα στη Σ. κόπηκαν μόλις το 280 π.Χ. επί της βασιλείας του Αρέα. Μέχρι τότε οι ανάγκες των εσωτερικών συναλλαγών καλύπτονταν σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του Λυκούργου από ένα είδος πρωτόγονου, ογκώδους και δύσχρηστου «νομίσματος» από σίδηρο («πέλανορ»), υλικό που περιείχαν σε αφθονία τα μεταλλεία της Λακωνίας. Το σύστημα ήταν ίσως επαρκές, εφόσον η Σ. έμεινε ένα μικρό κράτος με περιορισμένες βλέψεις. Όταν όμως οι πολίτες της θέλησαν να ασκήσουν ηγεμονία στον ευρύτερο ελληνικό χώρο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ανακάλυψαν ξαφνικά την αξία του χρήματος και χωρίς ενδοιασμούς προσέφυγαν στον περσικό χρυσό, που τότε κυκλοφορούσε άφθονος σαν κινητήριος μοχλός στα πολιτικά πράγματα των αλληλομαχόμενων ελληνικών πόλεων. Τα κρούσματα της διαφθοράς ήταν τόσα, ώστε να είναι μέχρις ορισμένου σημείου σωστό ό,τι ειπώθηκε στην αρχαιότητα ήδη, ότι δηλαδή η φιλοχρηματία των Σπαρτιατών έγινε η αιτία της καταστροφής της Σπάρτης.
Τα λείψανα του παρελθόντος. Τη θέση της αρχαίας Σ. κατέχει σε μεγάλη έκταση η σύγχρονη πόλη. Χάρη στα ελάχιστα λείψανα της οχύρωσης της γνωρίζουμε την περίμετρο των τειχών και τη θέση των τεσσάρων συνοικισμών. Η πόλη ήταν ανοχύρωτη έως τις αρχές του 3ου π.Χ. αι., όταν προ των απειλών του Δημήτριου του Πολιορκητή και του Πύρρου προστατεύτηκε με τάφρους βάθους 4 πήχεων και πλάτους 6, ενισχυμένες με πάσσαλους και με τοιχοποιία σε ορισμένα μόνο σημεία. Επί της τυραννίας του Νάβιος έγινε το πρώτο συνεχές τείχος, με λίθινα θεμέλια και ανωδομή από ωμές πλίθρες, που περιέβαλλε ολόκληρη την πόλη σε περίμετρο εννιά περίπου χιλιομέτρων. Από τα κεραμίδια που το στέγαζαν βρέθηκαν πολλά σε διάφορα σημεία της πόλης, γεγονός που μαζί με ελάχιστα τμήματα από τη βάση του επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τη γραμμή του. Προχωρούσε σχεδόν παράλληλα και από το μέσα μέρος του ρεύματος της Μούσγας, του Ευρώτα και του ποταμού της Μαγούλας και περιέκλειε τους δύο λόφους ανατολικά της πόλης, όπου βρισκόταν ο συνοικισμός Κυνόσουρα. Το δυτικό σκέλος του, περνώντας πλάι από τα σημερινά ερείπια των ρωμαϊκών λουτρών της Αράπισσας, διέσχιζε το προάστιο της Μαγούλας και φτάνοντας στον λόφο Κλαράκι, όπου σώζονται εμφανή ίχνη του, περιέκλειε τον δυτικό συνοικισμό της Πιτάνης. Από τους δύο άλλους συνοικισμούς, οι Λίμνες κατείχαν την έκταση ανατολικά από την ακρόπολη ως τον Ευρώτα, και η Μεσόα, ο κεντρικός συνοικισμός, την περιοχή γύρω από το λεγόμενο «τάφο του Λεωνίδα», μέσα στη σημερινή πόλη.
Εκτός από τον «τάφο του Λεωνίδα» που είναι ένα μικρό οικοδόμημα 12,50 x 8,30 μ., χτισμένο με μεγάλους πωρόλιθους, κενοτάφιο ίσως του 5ου π.Χ. αι. για κάποιον αφηρωισμένο νεκρό, τίποτε δε σώθηκε από τα δημόσια οικοδομήματα, που σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία βρίσκονταν στη Μεσόα. Τα μόνα αξιόλογα λείψανα στα νότια του θεάτρου και α-
νατολικά του «Λεωνιδαίου» ανήκουν στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια και είναι ερείπια πλούσιων επαύλεων με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα. (Τα θέματα είναι παρμένα από την ελληνική μυθολογία: ο Ορφέας, η αρπαγή της Ευρώπης, ο Αχιλλέας στη Σκύρο, η Μέδουσα, η Νυξ, ο Ήλιος κλπ., ή παριστάνουν σκηνές από την Ιλιάδα, καθημερινές σκηνές κυνηγιού, πορτραίτα αρχαίων ποιητών, ζώα κ.ά.). Μαζί με το εκτεταμένο πλούσιο βαλανείο των μέσων του 3ου μ.Χ. αι., 800 μ. νοτιοδυτικά από το θέατρο, και τα σε μεγάλο ύψος σωζόμενα ερείπια άλλου συγκροτήματος λουτρών ακόμα δυτικότερα, είναι μάρτυρες της σχετικής ευημερίας της πόλης στις παραμονές των βαρβαρικών επιδρομών.
Στο συνοικισμό των Λιμνών επέζησαν από τα κλασικά χρόνια με επισκευές νεότερων εποχών ένας μεγάλος (24 x 7 μ. περίπου) χτιστός βωμός, 100 μ. ανατολικά από τη γέφυρα του Ευρώτα, και ένα μικρό τετράγωνο ιερό, 500 μ. βορειότερα από το ιερό της Άρτεμης Ορθίας. Το σπουδαιότερο αυτό ιερό, που από την περιοχή ονομαζόταν και Λιμναίον, όπως και η θεά Λιμνάτις (το αρχικό όνομα Ορθία εμφανίζεται ως επίθετο της Άρτεμης μόνο στους ελληνιστικούς χρόνους και μετέπειτα), ιδρύθηκε το 10o π.Χ. αι. από τους πρώτους Δωριείς κατοίκους ως υπαίθριο αρχικά τέμενος με ένα μικρό χτιστό βωμό. Στα μέσα του 8ου π.Χ. αι. έγινε ο πρώτος ναός με λίθινα θεμέλια και με μια εσωτερική ξύλινη κιονοστοιχία- καταστράφηκε από πλημμύρα το 600 π.Χ. και στη θέση του χτίστηκε ένας μεγαλύτερος, που ανακαινίστηκε στον 5o π.Χ., στις αρχές του 2ου π.Χ. και στον 3o μ.Χ. αι. Ήταν μικρό κτίσμα με σηκό και πρόναο και δύο δωρικούς κίονες μεταξύ παραστάδων. Στην ανατολική πλευρά του σώθηκε ο βωμός με αλλεπάλληλες και αυτός επισκευές. Ο ναός κατέχει τη θέση της σκηνής σε ένα επιβλητικό αμφιθέατρο διαμέτρου 55 μ. περίπου με ακτινωτή θεμελίωση των σειρών των εδωλίων του και καμαροσκεπή διάδρομο με σκάλες προς το διάζωμα. Χτίστηκε μετά το 225 μ.Χ. για να εξυπηρετήσει τους θεατές των τελετουργιών που γίνονταν μπροστά στο ναό της θεάς. Από τις επιγραφές, που βρέθηκαν χρησιμοποιούμενες ως οικοδομικό υλικό, μαθαίνουμε ότι στο ιερό της Ορθίας, που ήταν θεά της αύξησης και της γονιμότητας, ένα είδος κουροτρόφου, προστάτριας της παιδικής και της πρώτης εφηβικής ηλικίας, διαδραματιζόταν ένα μέρος της αγωγής των παιδιών με αγωνίσματα, για τα οποία έπαθλο ήταν ένα σιδερένιο δρεπάνι (οι επιγραφές είναι αναθηματικές πλάκες με το όνομα του νικητή και ένα ή περισσότερα δρεπάνια, ανάλογα με τις νίκες, καρφωμένα επάνω). Τα αγωνίσματα ήταν το καθθηρατόριον (καταθηράω), ένα είδος κυνηγητού όπου τα παιδιά μοιράζονταν σε θηράματα και κυνηγούς, η μώα (= μούσα), διαγωνισμός τραγουδιού, και η κελήα, είδος τραγουδιού ή απαγγελίας. Οι έφηβοι δοκιμάζονταν στον «αγώνα της καρτερίας» ή «διαμαστίγωσιν». Παρουσία της ιέρειας, που κρατούσε το ξόανο της θεάς μαστιγώνονταν μέχρι να βαφεί με το αίμα τους ο βωμός μπροστά στο ναό. Όσοι άντεχαν χωρίς κανένα εξωτερικό σημάδι πόνου ανακηρύσσονταν βωμονίκες και είχαν το δικαίωμα να στήσουν τον ανδριάντα τους στο ιερό (βρέθηκαν βάσεις τέτοιων ανδριάντων). Αξιοπερίεργο, βάρβαρο θέαμα που ικανοποιούσε τα γούστα των επισκεπτών της Σ. στα μετά Χριστό χρόνια, η διαμαστίγωση ήταν σε παλιότερες εποχές ένα μέσο στρατιωτικής προετοιμασίας των έφηβων, με αφετηρία όμως τελετουργική, θρησκευτικό δηλαδή καθαρμό και μύηση πριν από τη μετάβαση των νέων στην τάξη των αντρών. Τελετουργικό επίσης χαρακτήρα είχαν στα αρχαϊκά χρόνια και οι διάφοροι χοροί που γίνονταν στον ίδιο χώρο μπροστά στον ναό. Βρέθηκαν πήλινες μάσκες, που είναι τα αναθηματικά ομοιώματα των πραγματικών από ξύλο, ύφασμα ή δέρμα που φορούσαν οι χορευτές.
Το άλλο μεγάλο ιερό της Σ. το ιερό της Αθηνάς Πολιούχου ή Χαλκιοίκου, βρισκόταν στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης, ακριβώς πάνω από το θέατρο. Από τα πρώιμα γεωμετρικά χρόνια υπήρχε τέμενος με βωμό στη θέση όπου ο Σπαρτιάτης Γιτιάδας, ποιητής και μουσικός, αρχιτέκτονας, χαλκοπλάστης και τορευτής, έχτισε σε άγνωστα χρόνια μέσα στον 6o π.Χ. αι. ένα μικρό ναό, για τη στέγαση του λατρευτικού αγάλματος της Πολιούχου Αθηνάς, με περίβολο. Βρέθηκαν ελάχιστα κομμάτια από τα θεμέλια τους. Η ανωδομή του ναού ήταν πλίνθινη με ξυλοδεσιά και είχε επένδυση από χάλκινα ελάσματα στολισμένα με ανάγλυφες παραστάσεις· αυτά έδωσαν στη θεά τη δεύτερη επωνυμία της. Ένα δύο άλλα μικρά οικοδομήματα και μία στοά βρίσκονταν μέσα στον περίβολο του τεμένους, που ήταν προσιτό από ανατολικά και αποτελούσε τον χώρο δημόσιων συγκεντρώσεων, παρελάσεων και ιππικών αγώνων. Ήταν το σπουδαιότερο ιερό της πόλης και το απαραβίαστο του είναι γνωστό από δραματικές σελίδες της σπαρτιατικής ιστορίας. (Εδώ κατέφυγαν ζητώντας άσυλο ο Λυκούργος, ο Παυσανίας και ο Άγις Δ’). Στα ρωμαϊκά χρόνια υποσκελίστηκε από το ιερό της Ορθίας και στον 4o μ.Χ. αι. είχαν κιόλας χτιστεί σπίτια μέσα στον ιερό περίβολο. Τον 10o αι. χτίστηκε στα ανατολικά του μεγάλη βασιλική στο όνομα του Χριστού Σωτήρα και το μοναστήρι του Όσιου Νίκωνα, του ιεραπόστολου της Λακωνίας, που πέρασε εδώ τα τελευταία χρόνια του.
Κάτω ακριβώς από το ιερό της Αθηνάς, στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης, βρίσκεται το θέατρο της Σ. με λεηλατημένα τα περισσότερα μαρμάρινα καθίσματα του. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα αρχαία θέατρα με εξωτερική διάμετρο 140 μ. και διάμετρο ορχήστρας 24,50 μ. Τα αναλήμματα του κοίλου έχουν μαρμάρινη επένδυση, η οποία στην ανατολική πάροδο χρησιμοποιήθηκε για τη χάραξη καταλόγων αρχόντων του 2ου μ.Χ. αι. Στην ίδια πλευρά υπάρχει εξωτερική σκάλα, που οδηγεί στο διάζωμα. Το θέατρο διατηρεί βασικά τη μορφή που πήρε επί Αυγούστου. (Στις μετασκευές των υστερορωμαϊκών χρόνων ανήκει και το Νυμφαίο που πατάει πάνω στο προσκήνιο). Διαδέχτηκε ένα παλιότερο λίθινο του 200 π.Χ., το οποίο είχε χτιστεί στη θέση ενός ξύλινου του 5ου π.Χ. αι. Το πρώιμο εκείνο θέατρο χρησίμευε για δημόσιες συγκεντρώσεις και πάνδημες γιορτές με χορούς και αγωνίσματα (Γυμνοπαιδιαί κλπ.). Λατρευτικού και αγωνιστικού περιεχομένου εκδηλώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται μαζί με τις καθαρά θεατρικές παραστάσεις και στο θέατρο της εποχής του Αυγούστου, του οποίου η σκηνή ήταν ξύλινη, κινητή και μπορούσε ανάλογα με τις ανάγκες να μείνει ή να μετατοπιστεί μέσα στο κτίριο της «σκηνοθήκης».
Ανατολικά και λίγο χαμηλότερα από τον λόφο της ακρόπολης σώθηκαν τα λείψανα ενός από τα πολλά υπαίθρια χθόνια ιερά της πόλης, δηλαδή ένας ημικυκλικός αναλημματικός τοίχος, με τρεις βαθμίδες και με μία σειρά ορθοστατών από μεγάλες καλοδουλεμένες πέτρες, χτισμένος για την υποστήριξη του χώρου ενός μεγάλου βωμού με την εσχάρα του και το βόθρο της απορροής των αιμάτων και των άλλων κατάλοιπων των θυσιών. Έγιναν στον 5o ή στον 4o π.Χ. αι. και επισκευάστηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια. Προς τη βορειοδυτική πλευρά του έχει επισημανθεί ένα μεγάλο δημόσιο κτίριο, που χρησιμοποιήθηκε συνέχεια από το τέλος του 4ου π.Χ. ως τον 3o μ.Χ. αι. Είναι άγνωστος ο προορισμός του, δεν αποκλείεται όμως η σχέση του με την αγορά της Σ. που είναι γνωστό ότι βρισκόταν στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της ακρόπολης. Ένα μεγάλο μέρος της πρέπει να κατέχει η θέση του σημερινού σταδίου. Από την εμπορική αγορά των ρωμαϊκών χρόνων σώζονται τα λείψανα μιας στοάς και μια σειρά μαγαζιά στη νοτιοανατολική πλευρά των τειχών της ακρόπολης. Η ακρόπολη οχυρώθηκε μόνο μετά τις επιδρομές των Ερούλων (267 μ.Χ.) και των Βησιγότθων (396 μ.Χ.) και τα σημαντικότερα τμήματα του τείχους της μαζί με τους πύργους από αρχαίο υλικό σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση.
Στεφανωμένος έφηβος σαλπιγκτής σε μια από τις παρελάσεις (Μουσείο Σπάρτης).
Η στήλη που ο πατέρας του νεαρού Λεοντέα αφιέρωσε στο ιερό της Ορθίας μαζί με το σιδερένιο δρεπάνι, που είχε κερδίσει ο γιος του ως έπαθλο στο αγώνισμα του τραγουδιού (μώα) (Μουσείο Σπάρτης).
Tα ερείπια του ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου, μάρτυρες της παλιάς ακμής της Σπάρτης, βρίσκονται κοντά στη σύγχρονη πόλη, μέσα σε αγρούς με ελαιόδεντρα.
Από ένα μαρμάρινο σύμπλεγμα στημένο κοντά στο ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου (490-480 π.Χ.) σώθηκε ο κορμός ενός Σπαρτιάτη πολεμιστή στην ώρα της μάχης.
Σαπφώ: λεπτομέρεια από ψηφιδωτό δάπεδο ρωμαϊκής έπαυλης (Μουσείο Σπάρτης)
Οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης, γιοι της Λήδας και του Δία, ζούσαν τη μια μέρα στον ουρανό και την άλλη κάτω από τη γη. Ένα ανάγλυφο πάνω σε κόκκινο μάρμαρο του Ταϋγέτου τους παριστάνει έφφιπους με χαρακτηριστικό κωνικό πίλο των ναυτικών. (Μουσείο Σπάρτης).
Συνδιασμός δωρικού κυανόκρανου και ιωνικής έλικας στην επίστεψη του θρόνου του λατρευτικού αγάλματος στο ιερό του Υακίνθου και του Αμυκλαίου Απόλλωνα στην ακρόπολη των Αμύκλων.
Χάλκινο κάτοπτρο, που έχει για στήριγμα τη μορφή μιας γυμνής κόρης: αντιπροσωπευτική δημιουργία των λακωνικών εργαστηρίων χαλκοπλαστικής του 6ου αιώνα π.Χ. (550 π.Χ.)
Πήλινο αναθηματικό προσωπείο του ιερού της Αρτέμιδος Ορθίας που εικονίζει γεροντικό πρόσωπο (Μουσείο Σπάρτης).
Πήλινο αναθηματικό προσωπείο που βρέθηκε στις ανασκαφές στο ναό της Ορθίας (Μουσείο Σπάρτης).
Ανάγλυφο αρχαϊκών χρόνων.
Το αρχαίο θέατρο της Σπάρτης. Ρωμαϊκών χρόνων.
Ο Αμφορέας των «κυνηγών» (Μουσείο Σπάρτης).
Σφραγίδα από το ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας: δημιουργία τοπικού εργαστηρίου με υλικό και θεματολογία εισηγμένα από την Ανατολή (Μουσείο Σπάρτης).
Προσφορές των φτωχών προσκυνητών των σπαρτιατικών ιερών αποτελούν οι μολύβδινες μικροσκοπικές ανάγλυφες μορφές, που βρέθηκαν κατά χιλιάδες στις ανασκαφές. Παριστάνουν θεούς, δαίμονες, πολεμιστές, κυνηγούς, μουσικούς, ζώα, κοσμήματα. Χύνονταν μέσα σε καλούπια χαραγμένα σε πήλινες ή πέτρινες πλάκες και είχαν μεγάλη διάδοση στον 7o και 6o π.Χ. αι. (Μουσείο Σπάρτης).
Εξαίρετης τέχνης ψηφιδωτό του 4ου μ.Χ. αι., που βρέθηκε στη Σπάρτη. Εικονίζει τον Απόλλωνα-Ήλιο και κοσμούσε το δάπεδο πλούσιας έπαυλης.
Το σωζόμενο κρηπίδωμα του ναού της Αρτέμιδος Ορθίας στη Σπάρτη.
Ο ποταμός Ευρώτας, που συνδέεται με τον μύθο της ωραίας Ελένης, της μυθικής βασίλισσας της Σπάρτης.
Άποψη της Σπάρτης με τον Ταΰγετο στο βάθος. Από τότε αναπτύχθηκε γοργά σε αξιόλογο οικιστικό και τουριστικό κέντρο.
* * *
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σπάρτα Α
πόλη τής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα τού νομού Λακωνίας, πρωτεύουσα, στην αρχαιότητα, τής επικράτειας τών Λακεδαιμονίων, η οποία ονομαζόταν και Λακεδαίμων ή Λακωνική ή Λακεδαιμονία ή Λάκαινα ή Λακωνίς ή Σπαρτιάτις, η δεύτερη, μαζί με την Αθήνα, ονομαστή πόλη - κράτος τής ελληνικής αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. Σπάρτη πρέπει να συνδεθεί με το ρ. σπείρω ή με τις λ. σπάρτη «σχοινί», σπάρτος / σπάρτον, και να θεωρηθεί ως όρος τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Οι λ. Σπάρτη, Σπαρτιάτης διατηρούν τον χαρακτήρα τού τοπωνυμίου και διακρίνονται από τους τ. Λακεδαίμων, Λακεδαιμόνιος, οι οποίοι έχουν, περισσότερο, πολιτική χροιά και αναφέρονται στο κράτος, στο πολίτευμα τής Σπάρτης και στους Σπαρτιάτες ως πολίτες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — from Sparta fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτη — rope fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτῃ — Σπάρτη from Sparta fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτῃ — σπάρτη rope fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — Sp Spárta Ap Σπάρτη/Spartē, Sparti Sp Lakedaimònas Ap Λακεδαιμόν/Lakedaimon L sen. gr. polis ir valstybė; dab. mst., Lakonijos nomo c. P Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σπαρτή — σπαρτός sown fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρται — Σπάρτη from Sparta fem nom/voc pl Σπάρτᾱͅ , Σπάρτη from Sparta fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρται — σπάρτη rope fem nom/voc pl σπάρτᾱͅ , σπάρτη rope fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτηι — Σπάρτῃ , Σπάρτη from Sparta fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”